- ἀφρόνευσις
- ἀφρόν-ευσις, εως, ἡ,A playing the fool, opp. φρονίμευσις, Stoic.3.25.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀφρόνευσιν — ἀφρόνευσις playing the fool fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)